φράξιμο

φράξιμο
[фраксимо] ουσ. о. закрывание, запирание, загораживание, огораживание, заделывание (дыры и т. п.)·

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φράξιμο" в других словарях:

  • φράξιμο — το, Ν 1. περίφραξη, κατασκευή φράχτη 2. μτφ. παρεμβολή εμποδίου, παρεμπόδιση, φραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραξ τού έ φραξ α, αόρ. τού φράζω* (ΙΙ) + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρίξιμο)] …   Dictionary of Greek

  • φράξιμο — το η κατασκευή φράχτη, η περίφραξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουρήθρα — (Ανατ.). Πόρος ή σωλήνας, από τον οποίο αποβάλλονται τα ούρα, που βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη. Στους άντρες, από την ο. αποβάλλεται και το σπέρμα. Στους άντρες εξάλλου η ουρήθρα αρχίζει από το στόμιο της κύστης, περνά από τον προστάτη αδένα,… …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

  • έμφραξη — η (AM ἔμφραξις) 1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα 2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία 3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής μορφής τού δοντιού, κν …   Dictionary of Greek

  • αλυσίδωμα — το [αλυσιδώνω] δέσιμο ή φράξιμο με αλυσίδες …   Dictionary of Greek

  • αντίφραξις — ἀντίφραξις, η (Α) 1. φράξιμο ή παρεμβολή εμποδίου μεταξύ δύο πραγμάτων 2. ονομασία που έδιναν οι Πυθαγόρειοι στη δέκατη έβδομη ημέρα του μήνα …   Dictionary of Greek

  • απόφραξη — η (Α ἀπόφραξις) 1. η απόκλειση με φραγμό, φράξιμο 2. το ξεβούλλωμα …   Dictionary of Greek

  • απόχωση — η (Α ἀπόχωσις) φράξιμο με χώμα …   Dictionary of Greek

  • βύσμα — το (AM βύσμα) [βύω] νεοελλ. 1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα 2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι …   Dictionary of Greek

  • διάφραξη — η φράξιμο, απόφραξη, έμφραξη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»